Πέμπτη 19 Απριλίου 2012

Η φυγή της Φραγκογιαννούς (απόσπασμα από τη Φόνισσα του Αλ. Παπαδιαμάντη)

Κάτω εις το Κακόρεμα, χαμηλά εις το βάθος, σιμά εις την Σκοτεινήν Σπηλιάν, οι λίθοι εχόρευον δαιμονικόν χορόν την νύκτα. Ανωρθούντο, ως έμψυχοι, και κατεδίωκον την Φραγκογιαννού, και την ελιθοβόλουν, ως να εσφενδονίζοντο από αοράτους τιμωρούς χείρας. Είχον παρέλθει τρεις ημέραι από την τελευταίαν φυγήν της, από την καλύβην του Λυρίγκου. Η ένοχος γυνή είχε κρυφθή εκεί, με την ελπίδα ότι θα διέφευγε προς καιρόν τους όνυχας των διωκτών της. Με τα ολίγα δίπυρα τα οποία ευρίσκοντο ακόμη εις το καλάθι της, με τας καυκαλήθρας, τον άνηθον και τα μυρόνια, όσα συνέλεγε, και με το γλυφό νερόν της Σκοτεινής Σπηλιάς, είχε διατηρηθή. Το μέρος ήτο σχεδόν άβατον.
Το Κακόρεμα εσχηματίζετο από ένα βράχον απάτητον προς δυσμάς, και από ένα κρημνόν, ή μίαν σάρραν ολισθηράν, εξ ανατολών. Κάτω εις το βάθος ανέβλυζε το Γλυφονέρι. Δύο άντρα, με το στόμιον πολύ στενόν, έχασκον ένθεν και ένθεν. Εκεί εκοιμάτο την νύκτα· την ημέραν κατήρχετο εις την Σκοτεινήν Σπηλιάν. Δια ν’ ανέλθη και δια να κατέλθη, ούτε δρομίσκος ούτε μονοπάτι υπήρχεν. Επάτει επί της σάρρας εις την βάσιν του κρημνού. Τότε η σάρρα εταράσσετο, εφαίνετο ως να εθύμωνε. Οι λίθοι τους οποίους εξετόπιζε πατούσα ήσαν ως βάσις και θεμέλιον εις όλον τον άπειρον σωρόν των λίθων, τον απλούμενον επί του πρανούς του κρημνού. Καθώς έφευγον οι πρώτοι λιθοι, άλλοι λίθοι ήρχοντο να λάβωσι την θέσιν των, μετ’ αυτούς δε άλλοι. Και ούτω η παλίρροια όλη του κρημνού ήρχετο κατ’ επάνω της, έπιπτεν εις τας κνήμας και τα σκέλη της, εις τας χείρας και το στέρνον της. Ενίοτε, λίθοι τινές, από ύψος κατερχόμενοι, έπιπτον με ορμήν και κακίαν κατά του προσώπου της. Τους τελευταίους τούτους εφαίνετο πράγματι ως να τους εσφενδόνιζεν αόρατος χειρ κατά της κεφαλής της.    Αφού τέλος, μετά τόσον λιθοβόλημα, έφθασεν εις την Σκοτεινήν Σπηλιάν, την πρώτη ημέραν, εκάθισε κι αγνάντευε το πέλαγος. Η Σπηλιά, η θαλασσόπληκτος, έχει διπλήν είσοδον, εκ τε της ξηράς και της θαλάσσης. Προς την θάλασσαν, το στόμιόν της χαμηλόν και στενόν, όσον δια να διέλθη μικρά βάρκα αλιέως. Η Φραγκογιαννού, αόρατος, από το μέρος της ξηράς, ήκουε τον υπόκωφον, επίμονον παφλασμόν του κύματος εις το στόμιον του άντρου. Το κύμα ανωρθούτο, επήδα, έπληττε την άνω φλιάν του στομίου, κατέπιπτε, πάλιν ανεπήδα, εξέπεμπε μακρούς ωρυγμούς μανίας από τις αποθαλασσιές του βορρά, πότε στεναγμούς πόνου και πάθους από την φουσκοθάλασσαν. Κάτω εις το βάθος το άπατον, μυστήριον και σκότος σαλεύον. Μία ποτέ βάρκα, ως διηγούντο, εισπλεύσασα δια να συλλέξη καραβίδας και παγούρια, ενώ εις των ναυβατών είχεν αναρριχηθή εις το τρομερό ύψος του βράχου, δια να συλλέξη κρίταμα, εκάθησεν επάνω εις μίαν φώκην ζωντανήν, φράττουσαν ακριβώς το πλάτος του στομίου. Το σκοτεινόν ζώον ανεταράσσετο, ήσπαιρεν, η μικρά σκάφη επάλλετο, έτρεμε και δεν ημπορούσε να υπάγη ούτε εμπρός ούτε οπίσω. Ο ναυβάτης ο εντός της βάρκας εκτύπησε την φώκην μ’ ένα πέλεκυν, την αιμάτωσε, το κύμα εκοκκίνησεν επ’ ολίγον. Η φώκην ήσπαιρεν εν αγωνία. Ο νεαρός αλιεύς κατώρθωσε να σφίγξη τον λαιμόν με μίαν θηλειάν, και, καλέσας τον άλλον σύντροφόν τους εις βοήθειαν, κατώρθωσε τη βοηθεία αυτού, με κίνδυνον να βουλιάξη η φελούκα, ν’ ανασύρη επάνω την φώκην.            Η γραία Χαδούλα αγνάντευεν, αγνάντευεν εις το πέλαγος. Ας ήτον και τώρα να φανή, να πλησιάση μία βάρκα!… Η Φραγκογιαννού θα παρεκάλει τους νέους αλιείς, τους πατριώτας της, να την επάρουν μαζί, μες στην βάρκα… Και πού θα επήγαινε;… Ω, βέβαια, στα πέρα χώματα, στα μέρη τ’ αντικρινά, στην μεγάλη στερά… Κι εκεί τι θα έκαμνε; Ω, είχεν ο Θεός, θ’ άρχιζε εκεί νέον βίον!            Έβλεπεν, έβλεπεν, ανοιχτά εις το πέλαγος, μακράν έξω, πολλά πανιά, λευκά ιστία, σαν του γλάρου τα φτερά. Βρατσέρες, γολέτες, μικρά καιΐκια, τα έβλεπε ν’ αρμενίζουν, να οργώνουν τα κύματα, ωσάν βοϊδάκια ζευγαρωτά. Άλλα έπλεον πόρρω προς βορράν, άλλα κατήρχοντο προς νότον, άλλα αρμένιζαν προς ανατολάς ή δυσμάς, τέμνοντα σταυροειδώς τους ολκούς, τας βαθείας ορατάς αύλακας, τας οποίας άφηναν όπισθέν των τα πρώτα. Είτα πολλά ρεύματα, διαχαράσσοντα το πέλαγος, από τα οποία εφαίνετο η θάλασσα ωσάν κεντητή, πεποικιλμένη. Έβλεπεν, εωσότου τα μάτια της «έκαμαν γυαλιά» να βλέπη.            Η Φραγκογιαννού έβγαλεν από το καλάθι της το παλιόν κιτρινωπόν χράμι, το μάλλινον, το οποίον είχε δια να τυλίγεται, όταν ήθελεν να κοιμηθή και δεν είχεν ύπνον, εσηκώθη ορθή, ανέπέτασε την μαλλίνην σινδόνα, κι άρχισεν εκθύμως να την σείη. Έκαμνε σήματα, απηλπισμένα σήματ προς τους ναυτίλους, να έλθουν να την επάρουν μαζί των. Έβλεπον, δεν έβλεπον οι ναυβάται τα σημεία της; Από κανέν πλοίον δεν απήντησαν εις τον πόθον της, εις τας τόσας προσπαθείας της. Τα λευκά ιστία έφευγον με τον άνεμον εις το κύμα, και αυτή έμενε προσηλωμένη εις τον βράχον της Σκοτεινής Σπηλιάς, προγεγραμμένη, έρημος, μη βλέπουσα δια την αύριον χρυσής αυγής την ανατολήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Tο ιστολόγιο μας μπορεί να καθυστερεί να ανοίξει όμως ανοίγει. Αυτό θα διαρκέσει για πολύ λίγο ακόμα.
Σας παρακαλούμε τα σχόλια να γίνονται στα Ελληνικά και όχι στα γκριγκλις. Δεν έχουμε κανένα πρόβλημα με τα ορθογραφικά λάθη. Επίσης καλό θα ήταν τα σχόλια σας να είναι ανάλογα με το επίπεδο και την θεματολογία του ιστολογίου μας. Γενικότερα δεν λογοκρίνουμε κανένα σχόλιο όμως η θέση μας να είναι τα σχόλια εντός του επιπέδου του blog μας είναι απόλυτη.
Ευχαριστούμε πολύ.