Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2012

Με πυξίδα τις Πέρλες…στον Ωκεανό εντός της (Βίκυ Καλοφωτιά)


Ρίχνει μια φευγαλέα ματιά στα αρκετά μέτρα δαντελένιου υφάσματος, που την περιβάλλουν και σχηματίζουν το λευκό φόρεμα, που τυλίγει με μεγαλοπρέπεια το σώμα της. Τα λεπτεπίλεπτα και κεντημένα στο χέρι πολύτιμα κρυσταλλάκια, που κοσμούν την επιφάνεια του πολυτελούς υφάσματος, επισφραγίζουν την απατηλή λάμψη της απόφασής της. Τα πάντα βρίσκονται στη θέση τους. Τα μαλλιά της κομψά πιασμένα σε έναν εντυπωσιακό κότσο, το πρόσωπό της άψογα μακιγιαρισμένο, το δέρμα της υπέροχα απαλό και διακριτικά αρωματισμένο, οι πέρλες στο κολιέ που φοράει στο λαιμό λάμπουν όσο ποτέ άλλοτε, αντανακλώντας το φως του ήλιου που εισβάλλει δυναμικά από το ανοιχτό παράθυρο, σε όλο το δωμάτιο. Όλα στη θέση τους. Η εκκλησία, που έχει επιλεγεί εδώ και καιρό, για να στεγάσει το ιερό μυστήριο, ο στολισμός της, οι καλεσμένοι, τα προσκλητήρια, η λευκή τούρτα με τα ζαχαρένια τριαντάφυλλα, όλα έτοιμα. Εκτός από εκείνη. Και την καρδιά της....



Γιατί στην ευχή δέχτηκε εξαρχής να συμμετάσχει σε όλη αυτή την παρωδία; Γιατί έδωσε τόσο επιπόλαια και αντιδραστικά τη συγκατάθεσή της, στην απάρνηση της ελευθερίας της και στην επικείμενη ένωσή της με έναν υπέροχο άντρα, που όμως εκείνη δεν αγαπά;
Ήταν εκείνος, που την έπιασε απ’το χέρι και της θύμισε ξανά, πώς είναι να αναπνέεις χωρίς να νιώθεις πόνο…και θλίψη… και οργή…εκείνος, που τη βοήθησε να μαζέψει τα κομμάτια της και να αρχίσει ξανά να ονειρεύεται. Της χάρισε τόσα πολλά και πάνω απ’όλα την ανεπιτήδευτη αγάπη, τη φροντίδα και τη βαθιά εκτίμησή του…και του οφείλει πολλά. Τον νοιάζεται, θέλει να είναι ευτυχισμένος, να βρει την αγάπη που του αξίζει, να συνυπάρξει με μια γυναίκα, που θα καθρεφτίζεται στα μάτια της η λατρεία της για εκείνον. Όπως ακριβώς συμβαίνει κάθε φορά που κοιτάζει κι εκείνος και την ίδια στα μάτια, από την πρώτη στιγμή που τη γνώρισε, εδώ και κάποιους μήνες. Και ήδη βρίσκονται στο τελικό στάδιο, για την ακρίβεια λίγη ώρα πριν πουν αμφότεροι το “ναι” και ανταλλάξουν όρκους πίστης, ενώνοντας τις ζωές τους ενώπιον Θεού και ανθρώπων. Για πάντα. Για πάντα..; Μεγάλη κουβέντα…δεν νομίζει…είναι πάνω απ’τις δυνάμεις της…δεν μπορεί να του το κάνει αυτό…αμφιταλαντεύτηκε πολύ καιρό, για να πάρει την απόφαση να ντυθεί νύφη στο πλάι του, αλλά τελικά φαίνεται ότι ενέργησε εν βρασμώ ψυχής.
“Χριστίνα, σύνελθε και πήγαινε εκεί έξω, να φέρεις σε πέρας αυτό, το οποίο ξεκίνησες…”, ακούει μια φωνή μέσα της να της ψιθυρίζει… “Φόρα το χαμόγελό σου, το χαμόγελο της Τζοκόντας και της υποτιθέμενης ευτυχίας και άντε κορίτσι μου να κάνεις την κοινωνία κι εσένα υπερήφανες, επιτελώντας το “χρέος” σου απέναντί της…”.
Το αποφάσισε λοιπόν. Θα το κάνει. Θα μπει στο αυτοκίνητο, που περιμένει απ’έξω εδώ και ώρα, για να την μεταφέρει στην εκκλησία και ό,τι γίνει…Φοράει το ένα παπούτσι…μετά το άλλο. Κοιτάζεται στον καθρέφτη: “Ποιόν νομίζεις ότι κοροϊδεύεις; Αφού δεν θες, γιατί επιμένεις να αγνοείς τη φωνή μέσα σου; Αφού το Είναι σου “κλωτσάει”, γιατί..; Θες να τον αποτελειώσεις κι εκείνον κι εσένα; Δεν είναι αρκετή μόνο η εκτίμηση και ο σεβασμός για εκείνον…πρέπει να υπάρχει και έρωτας, πάθος, χτυποκάρδι…όπως υπήρχε στο παρελθόν…αλλά όχι μαζί του…αλλά με εκείνον, που νόμιζε ότι θα μοιράζονταν τη ζωή τους. Και θα ανακάλυπταν παρέα, τον κόσμο ολόκληρο. Και που κάποια στιγμή εντελώς ξαφνικά της ανακοίνωσε, ότι μπήκε στη ζωή του μια άλλη γυναίκα, που με την οικονομική ευρωστία της πλούσιας οικογένειάς της, θα εξασφάλιζε το μέλλον του. Αυτός, που δεν ανεχόταν να εξαγοράζεται από κανέναν, αφέθηκε να διαπραγματευτεί με οικονομικούς όρους, την πιο σημαντική σχέση της ζωής του. Και έτσι απλά έφυγε…κι εκείνη…έτσι απλά διαλύθηκε…στην κυριολεξία…νιώθοντας την καρδιά της να γίνεται χίλια κομμάτια και την ύπαρξή της ολόκληρη να διαμελίζεται. Δεν θέλει να θυμάται, πόσο υπέφερε από αυτή την εσχάτη προδοσία. Τη μια μέρα έκαναν σχέδια και όνειρα για το κοινό τους μέλλον και την αμέσως επόμενη μάζεψε τα πράγματά του, για να αναζητήσει την τύχη του και την ευτυχία. Μακριά από εκείνη. Δίπλα σε μια άλλη γυναίκα, που όμως δεν έφταιγε σε τίποτα. Γιατί εκείνη δεν γνώριζε. Αυτός όμως που γνώριζε, πώς μπόρεσε..;
Μερόνυχτα ολόκληρα έσταζαν δάκρυα τα θλιμμένα της μάτια και νόμιζε ότι η καρδιά της είχε σταματήσει να χτυπά. Όλες οι ώρες, το ίδιο κενές. Όπως και οι μέρες, τα λεπτά, τα δευτερόλεπτα, η δεξιά πλευρά του κρεβατιού τους..της…όλα κενά και άδεια…και άχρωμα.
Μέχρι που γνώρισε τον άνθρωπο, που αυτή τη στιγμή βρίσκεται ήδη στα σκαλοπάτια της εκκλησίας και την περιμένει να πάει να τον παντρευτεί και να ξεκινήσουν από κοινού και επίσημα το νέο κεφάλαιο στη ζωή τους. Ετοιμάζεται να τον παντρευτεί…πόσο ανούσιο και ψυχρό ηχεί στα αυτιά της ακόμη και το να το λέει από μέσα της…νομίζει ότι πρόκειται για κάποια άλλη και όχι για εκείνη. Να τον παντρευτεί…ή μάλλον να τον “εκμεταλλευτεί”…για να μην μείνει μόνη, για να εναποθέσει σε άλλα χέρια την ευθύνη της ζωής της, για να κάνει οικογένεια, για να αισθανθεί ξανά γυναίκα…Μα αλήθεια, ποιόν κοροϊδεύει...;
Είναι ικανός να της χαρίσει τον κόσμο ολόκληρο, για να τη βλέπει ευτυχισμένη και χαρούμενη, αλλά εκείνη πλέον γνωρίζει…ότι η ψυχή της έχει ανάγκη από ελευθερία, αστέρια, ταξίδι, περιπέτεια…Θέλει να ίπταται με τα φτερά της σε καινούριους ουρανούς και να συνομιλεί με τα ποτάμια, τα πουλιά, τα δέντρα, και τα λουλούδια…Μα πάνω απ’όλα έχει ανάγκη να αφουγκράζεται την καρδιά της. Που της μιλάει. Συνεχώς. Και πλέον θέλει να την ακούσει. Δεν μπορεί να αυτοπαγιδευτεί σε μια σχέση μονόπλευρου έρωτα…γιατί εκείνος την αγαπά και είναι ερωτευμένος μαζί της. Εκείνη όμως..; Είναι..; Είναι όσο αυτός..; Δεν είναι καθόλου..;
Κοιτάζει έξω απ’το παράθυρο, την ηλιόλουστη μέρα, που απλώνεται γενναιόδωρα μπροστά της. Είναι νέα και θέλει να ζήσει…και είναι δυνατή, όσο κι αν το απωθεί, γιατί έτσι την βολεύει. Την βολεύει να παρουσιάζει τον εαυτό της ως θύμα…για να μην έρθει αντιμέτωπη με τις προκλήσεις της ζωής. Που την καλούν. Κι εκείνη όλο αναβάλλει να τις ζήσει.
Και ξαφνικά μέσα της ξέρει. Γνωρίζει. Κατανοεί.
Κι αυτά τα παπούτσια σαν να την στενεύουν. Τα βγάζει. Ανακούφιση. Ανάσα ζωής. Βγάζει τα σκουλαρίκια και τα ακουμπάει στο ράφι της βιβλιοθήκης. Κάθεται στην καρέκλα που βρίσκεται το μπουκέτο με τα χρυσάνθεμα, που θα κρατήσει στην εκκλησία. Που θα κρατούσε στην εκκλησία…
Αισθάνεται το νυφικό να τη βαραίνει, πιέζοντάς την σε όλο της το σώμα. Το αποφασίζει. Δεν έχει κανέναν απολύτως λόγο να το φοράει πια. Ανοίγει την ντουλάπα και βγάζει από μέσα το αγαπημένο της τζιν παντελόνι με τα ξέφτια, μια μπλούζα στην απόχρωση του θαλασσί και μια από τις μάλλινες εσάρπες της. Ψάχνει κάτω απ’το κρεβάτι και βρίσκει τα αγαπημένα της αθλητικά παπούτσια. Λύνει τα μαλλιά της, αφήνοντάς τα να πέσουν ανέμελα στους ώμους της. Αφαιρεί απ’τα χείλη της το κραγιόν, με την ανάστροφη του χεριού της και παίρνει απ’την ξύλινη κονσόλα, τα κλειδιά του αυτοκινήτου. Ρίχνει στους ώμους της την εσάρπα και ανοίγει την πόρτα του δωματίου, όταν θυμάται ότι φοράει ακόμη στο λαιμό, το κολιέ της από πέρλες. Απομεινάρι μιας άλλης ζωής, που δεν την αφορά πια…και δεν της ανήκει…Το βγάζει και το ακουμπάει στο κομοδίνο δίπλα στο κρεβάτι. Το κοιτάζει μια τελευταία φορά, παίρνει μια μεγάλη εισπνοή αέρα και ανοίγοντας αποφασιστικά την πόρτα, κατεβαίνει τις σκάλες.
Κι εκείνος..; Θα το αντέξει..; Θα τη συγχωρέσει ποτέ γι’αυτό που δεν θα κάνει τελικά..; Το μόνο σίγουρο είναι, ότι θα το αντέξει. Στην πορεία. Εν καιρώ…γιατί είναι δυνατός και έχει μάθει να αγωνίζεται. Της το αποδείκνυε καθημερινά όλον αυτό τον καιρό που πέρασαν μαζί. Και θα την καταλάβει…ίσως…κι αν όχι τώρα αμέσως, τότε σίγουρα κάποια στιγμή στο μέλλον…το ελπίζει τουλάχιστον…και κάποτε θα μπορέσει ίσως και να τη συγχωρέσει…το εύχεται…με όλη της την καρδιά…γιατί την αγάπησε και τον αγάπησε κι εκείνη. Ως φίλο και ως άνθρωπο…αλλά δυστυχώς δεν μπόρεσε να τον ερωτευτεί. Και δεν του αξίζει κάτι λιγότερο από αυτό. Την πονάει που το κάνει…που τον αφήνει αυτή τη στιγμή, αλλά πρέπει να τον αποδεσμεύσει, για να εκπληρώσει κι εκείνος τα όνειρά του και να ευτυχίσει πραγματικά…γιατί μαζί της δεν θα γινόταν ποτέ πραγματικά ευτυχισμένος. Θα τον αφήσει να πραγματοποιήσει το ταξίδι του…κι εκείνη το δικό της…
Βάζει μπρος τη μηχανή του αυτοκινήτου, ρίχνει μια ματιά στον καθρέφτη που βρίσκεται μπροστά, κλείνει στον εαυτό της συνωμοτικά το μάτι και ξεκινά.
Η θάλασσα την περιμένει…και θα ρίξει μέσα στα νερά της και το κολιέ της από πέρλες…που την τελευταία στιγμή το έβαλε στην τσέπη της, για να τις απελευθερώσει μία προς μία και να επιστρέψουν στην αγκαλιά του ωκεανού, από όπου ξεκίνησαν το ταξίδι τους…όπως ακριβώς κι εκείνη…που συναντήθηκε ξανά με τον πραγματικό της εαυτό και αποφάσισε να ξεκινήσει μαζί του τα πιο ουσιαστικά ταξίδια…γιατί ποτέ δεν είναι αργά…
Ο κόσμος ολόκληρος απλώνεται μπροστά της και τα πάντα είναι δυνατά…
Κι εκείνη επιτέλους…ΖΕΙ!!!

Βίκυ Καλοφωτιά

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Tο ιστολόγιο μας μπορεί να καθυστερεί να ανοίξει όμως ανοίγει. Αυτό θα διαρκέσει για πολύ λίγο ακόμα.
Σας παρακαλούμε τα σχόλια να γίνονται στα Ελληνικά και όχι στα γκριγκλις. Δεν έχουμε κανένα πρόβλημα με τα ορθογραφικά λάθη. Επίσης καλό θα ήταν τα σχόλια σας να είναι ανάλογα με το επίπεδο και την θεματολογία του ιστολογίου μας. Γενικότερα δεν λογοκρίνουμε κανένα σχόλιο όμως η θέση μας να είναι τα σχόλια εντός του επιπέδου του blog μας είναι απόλυτη.
Ευχαριστούμε πολύ.